Εκλεπτύνοντας, στο τεταμένο κλίμα του μεσοπολέμου, το εργαλείο της μαρξιστικής κριτικής για την τέχνη, o Benjamin θα παραμερίσει τις έννοιες της “στρατευμένης” τέχνης, τις άγονες αντιθέσεις μορφής-περιεχομένου, και θα αποτιμήσει το καλλιτεχνικό έργο όχι ως αντανάκλαση των παραγωγικών σχέσεων, αλλά βάσει της θέσης του μέσα στις παραγωγικές σχέσεις. Για τον σκοπό αυτόν χρησιμοποιεί την έννοια της “τεχνικής”: η πρόοδος ή η οπισθοχώρησή της θα γίνει το κριτήριο μιας υλιστικής και διαλεκτικής αποτίμησης. Έτσι, θα ασκήσει κριτική στους διανοούμενους που η επαναστατικότητα των φρονημάτων τους δεν συνοδεύεται από αναστοχασμό της θέσης τους ως παραγωγών και ως προμηθευτών των ήδη υπαρχόντων μέσων παραγωγής, ενώ, μέσα από την κοσμογονία της εμφάνισης των μέσων μαζικής επικοινωνίας, θα διακρίνει την “ανάτηξη” των λογοτεχνικών μορφών, πέρα από την πνευματοκρατική αντίληψη για τα “λογοτεχνικά έργα”.
“Ένας συγγραφέας που δεν διδάσκει τίποτα στους συγγραφείς δεν διδάσκει κανέναν. Αυτό που έχει σημασία, λοιπόν, είναι ο υποδειγματικός χαρακτήρας της παραγωγής, που είναι ικανός, πρώτον, να προκαλέσει άλλους συγγραφείς να παράγουν και, δεύτερον, να θέσει στη διάθεσή τους έναν βελτιωμένο μηχανισμό. Και ο μηχανισμός αυτός είναι τόσο καλύτερος, όσους περισσότερους καταναλωτές είναι ικανός να μετατρέψει σε παραγωγούς -δηλαδή από αναγνώστες και θεατές σε συμέτοχους”.
Walter Benjamin
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.