Δεν επιτρέπεται να’ χω πονόδοντο, δεν επιτρέπεται να ‘χω τρακ, δεν μπορώ να ξεράσω, να με πιάσει αναγούλα, δεν επιτρέπεται να ‘χω γρίπη ή πονόλαιμο. Οφείλω να βγαίνω και να ‘μαι στις ομορφιές μου, να τραγουδάω καλά και να χαμογελάω, γιατί αλλιώς αλίμονό μου. Γιατί; Είμαι η Μπίλλυ Χόλιντεϋ και έχω περάσει πολλά. […]
Μου ‘χουνε πει πως κανείς δεν λέει την λέξη “πείνα” σε τραγούδι όπως εγώ. Ούτε τη λέξη “αγάπη”.
Ίσως και να ‘ναι γιατί θυμάμαι τί σημαίνουν τούτες οι λέξεις. Ίσως γιατί είμαι τόσο περήφανη ώστε να θέλω να θυμάμαι τη Βαλτιμόρη και το Ουέλφερ Άιλαντ, το Ίδρυμα Καθολικών και το δικαστήριο Τζέφφερσον Μάρκετ, τον σερίφη μπροστά απ’ το σπίτι μας στο Χάρλεμ και τις πόλεις απ’ τη μια άκρη της χώρας στην άλλη όπου γέμισα χτυπήματα και ουλές, στη Φιλαδέλφεια και στο Ώλντερσον, στο Χόλλυγουντ και στο Σαν Φρανσίσκο – κάθε γωνιά, πανάθεμά την.
Όλες οι Κάντιλακ και οι μινκ γούνες – και είχα πολλές στη ζωή μου – δεν μπορούν να με κάνουν να τα ξεχάσω. Και σε όλα αυτά τα μέρη , κι απ’ όλο αυτό τον κόσμο, ό,τι έμαθα τα λένε τούτες οι δυο λέξεις. Πρέπει να ‘χεις φαΐ να φας, πρέπει να ‘χεις λίγη αγάπη στη ζωή για να ανεχτείς του καθενός το συναξάρισμα για το πώς πρέπει να συμπεριφέρεσαι σωστά.
Αυτό που είμαι κι αυτό που θέλω απ’ τη ζωή, σ’ αυτά τα λόγια κλείνεται.
Το βιβλίο “Η Κυρία τραγουδάει τα μπλουζ” [“Lady Sings the Blues”] είναι η συγκλονιστική και χωρίς αναστολές Αυτοβιογραφία της Billie Holiday, αυτής της θρυλικής φωνής της τζαζ και του σουίνγκ. Γεννήθηκε στις 7 Απριλίου 1915 και πέθανε από τα ναρκωτικά στις 17 Ιουλίου 1959 στη Νέα Υόρκη.
“Η Μαμά και ο Μπαμπάς ήταν ακόμη παιδιά όταν παντρευτήκανε. Αυτός ήταν δεκαοχτώ χρονών, εκείνη δεκάξι κι εγώ τριών”, είναι η περίφημη φράση με την οποία ανοίγει το βιβλίο. Η Μπίλλυ Χόλιντεϋ μεγάλωσε στο γκέτο, τα πορνεία και τα αναμορφωτήρια της μαύρης Αμερικής. Στην αυτοβιογραφία της, με μια γλώσσα σκληρή και χωρίς συναισθηματισμούς, καταγράφει την περιπετειώδη ζωή της και το ρατσισμό που τη σκίαζε, τις ιστορίες της με τους άντρες, την ανέλιξή της στο χώρο της μουσικής και της σόου μπίζνες καθώς και τα προβλήματα της με τα ναρκωτικά, τις φυλακίσεις και το κυνηγητό της αστυνομίας που την κατέστρεψε. Όλα αυτά λέγονται με την κοφτή και μάγκικη γλώσσα της Χόλιντεϋ, και διαβάζονται σαν να γράφτηκαν μόλις χτες. Είμαστε δίπλα της από το ντεμπούτο της στα κλαμπ του Χάρλεμ και τη συναναστροφή της με αστέρες του σινεμά μέχρι την απαρχή της τραγικής παρακμής της. Παρακολουθούμε τη στιγμή δημιουργίας του σπαρακτικού “Παράξενου φρούτου” (“Strange Fruit”) και άλλων σπουδαίων τραγουδιών της.
Η Μπίλλυ Χόλιντεϋ, με το καταπληκτικό μέταλλο της φωνής της, την ειδική άρθρωση, τον αργόσυρτο ρυθμό και τον μοναδικό τρόπο ερμηνείας της επηρέασε πολύ το στυλ μουσικών της τζαζ.
Συνεργάστηκε με μουσικούς όπως οι Benny Goodman, Johnny Hodges, Coleman Hawkins, Ben Webster, Roy Eldridge, συμμετείχε στις ορχήστρες του Count Basie και του Artie Shaw, έπαιξε με τον Duke Ellington, τον Lester Young, τον Buck Clayton, τον Charlie Shavers, τον Oscar Peterson κ.α.
Το βιβλίο μιλάει γενικότερα για το τί σημαίνει να’ σαι φτωχός και μαύρος στην Αμερική, για το πώς φτιαχνόταν η μουσική της τζαζ στις δεκαετίες ’30 -’40 – κλαμπ, περιοδείες, ηχογραφήσεις, εταιρείες, κτλ. – καθώς και για τον τρόπο που μια “αρρωστημένα διεφθαρμένη κοινωνία κυνήγησε αυτή τη μεγαλοφυΐα της τζαζ σ’ ένα αυτοκαταστροφικό αδιέξοδο απ’ όπου δεν υπήρχε διαφυγή”.
[Την έκδοση συμπληρώνουν ένας αναλυτικός κατάλογος όλων των ηχογραφήσεων της Μπίλλυ Χόλιντεϋ απ’ τον Albert McCarthy και μία εισαγωγή κι ένας δισκογραφικός οδηγός των διαθέσιμων σήμερα CD από τον DAVID RITZ καθώς και ένα ένθετο με 31 φωτογραφίες.]
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.