Σοφία Γκριγκόριεβνα Κροπότκινα
Η Ουκρανοεβραία Σοφία Γκριγκόριεβνα Ανάνιεβνα Ραμπίναβιτς [Софье Григорьевне Ананьевой-Рабинович], βιολόγος και συγγραφέας, η «γενναία Σοφία», κατά τη διαπίστωση του Ελιζέ Ρεκλί, γεννήθηκε το 1856 στο Κίεβο και έζησε από τα πέντε της στο Τομσκ της Σιβηρίας. Εκεί, σύμφωνα με την κρατούσα εκδοχή μιας αρκετά ομιχλώδους ιστορίας, βρισκόταν το χρυσωρυχείο του πατέρα της ή, κατά άλλους, ο τόπος εξορίας του λόγω της οικονομικής στήριξης που παρείχε, με το ψευδώνυμο Ανανίεβ, στην πολωνική εξέγερση.
Ωστόσο, η ευρεία μόρφωση της Σοφίας (μιλούσε αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και λίγα ισπανικά) και η απόφασή της να εγκαταλείψει στα δεκαεπτά την οικογενειακή εστία αντιδρώντας στην εκμετάλλευση των μεταλλουργών, συνηγορούν στην ορθότητα της πρώτης εκδοχής. Την επόμενη πενταετία, πάντα κατά την κυρίαρχη αφήγηση, θα περιπλανηθεί, θα εργαστεί σκληρά και θα συγχρωτισθεί με τους λαϊκίστικους επαναστατικούς κύκλους των καιρών. Στα είκοσι δύο της χρόνια, σε άσχημη κατάσταση, θα καταφύγει για αναρρωτικούς και πολιτικούς λόγους στην Ελβετία όπου και θα γνωρίσει τον αναρχικό πρίγκιπα: «Συνάντησα στη Γενεύη», θα γράψει ο Πιοτρ Κροπότκιν στον φίλο του αναρχικό παιδαγωγό Πολ Ρομπέν, «μια κοπέλα, ρωσίδα, νέα, ήρεμη, καλή, πολύ γλυκιά, με θαυμάσιο χαρακτήρα που, έπειτα από μια αυστηρή νιότη, γίνεται ακόμα καλύτερος… Με αγαπά και την αγαπώ» (Κροπότκιν, Π., Αναμνήσεις ενός Επαναστάτη, σ. 288, εκδ. Νησίδες). Το 1878 θα «παντρευτούν» σύμφωνα με τους κανόνες των μηδενιστικών γάμων που εφάρμοζαν οι ριζοσπάστες της εποχής, δηλαδή «συμβόλαια» συμβίωσης με δικαίωμα ανανέωσης ή καταγγελίας από τους συμβαλλομένους ανά τριετία. Η Σοφία Κροπότκινα θα σπουδάσει βιολογία και φυσική στο Πανεπιστήμιο της Βέρνης –κατ’ άλλους της Γενεύης–, θα μεταβεί για το διδακτορικό της στο Παρίσι και θα αποκτήσει τον τίτλο του λέκτορα. Το 1883 θα βρεθεί στη Λυών και θα ζήσει εκ του σύνεγγυς την περίφημη δίκη των εξήντα τεσσάρων αναρχικών που θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για τις κοινωνικές ταραχές που ξέσπασαν στην πόλη και τις βομβιστικές επιθέσεις που ακολούθησαν. Τα χρόνια του εγκλεισμού τού Κροπότκιν (1883-1886) στις φυλακές του Κλερβό θα του παρασταθεί με κάθε τρόπο και ταυτόχρονα θα μεριμνήσει για την απρόσκοπτη συνέχιση της κυκλοφορίας του Εξεγερμένου [Le Révolté] προτείνοντας στον Ελιζέ Ρεκλί –αφανή χρηματοδότη της περίφημης εφημερίδας του Πιοτρ Κροπότκιν– να αναλάβει την έκδοσή της ο Ζαν Γκραβ. Εκεί συναισθηματικά φορτισμένη θα γράψει και τη μοναδική κατά τα φαινόμενα νουβέλα της Η Γυναίκα του Αριθμού 4237. Στη συνέχεια, έζησε τα περισσότερα χρόνια της αναγκαστικής αυτοεξορίας ακολουθώντας τον πλάνητα σύζυγό της στην Αγγλία, εργάστηκε στο βιολογικό εργαστήριο του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, έγραψε δεκάδες επιστημονικά άρθρα και συμμετείχε στο ελευθεριακό κίνημα των καιρών, κυρίως μέσα από τις επιτροπές αλληλεγγύης του Αναρχικού Μαύρου Σταυρού. Το 1887 θα γεννήσει και τη μοναχοκόρη τους, που την ονομάσανε Σάσα (Αλεξάνδρα) στη μνήμη του αδελφού του Πιοτρ Κροπότκιν που είχε αυτοκτονήσει την προηγούμενη χρονιά. Το 1917 βίωσε τη χαρά της θριαμβευτικής επιστροφής και την υποδοχή του Κροπότκιν από εκατό χιλιάδες πληβείους συμπατριώτες της σε μια επαναστατημένη και αισιόδοξη Ρωσία.
Μετά το θάνατο του συντρόφου της το 1921 έζησε στο Σπίτι-Μουσείο Κροπότκιν στο Ντιμιτρόφ που παρέμεινε, χάρη στην παροιμιώδη ενεργητικότητα και επιμονή της και την οικονομική στήριξη γνωστών ελευθεριακών και επιστημόνων του εξωτερικού, για είκοσι χρόνια το μόνο ουσιαστικά ελεύθερο έδαφος της Σοβιετικής Ένωσης, όπου συσπειρώνονταν, ομονοούσαν ή αντιμάχονταν οι εναπομείναντες Ρώσοι αναρχικοί.
Στα ζοφερά χρόνια που ακολούθησαν δεν αυτοφιμώθηκε. Είναι χαρακτηριστική η καταγγελτική ομιλία την 1η Ιουλίου του 1926 –στην επέτειο μνήμης του Μιχαήλ Μπακούνιν στο Πολυτεχνικό Μουσείο– για την απουσία ελευθερίας της έκφρασης μέσω του τύπου. Έσωσε με το κύρος της –έστω και πρόσκαιρα– τη ζωή αρκετών αντιφρονούντων και παρά τη δημόσια εκφρασμένη αντίθεσή της στο σοβιετικό καθεστώς, της επετράπη –για λόγους επικοινωνιακούς– να ταξιδέψει δύο φορές (το 1923 και το 1929) στη Δυτική Ευρώπη.
Πέθανε στα ογδόντα πέντε της χρόνια, στις 15 Δεκεμβρίου του 1941, και θάφτηκε στο νεκροταφείο Νοβοντεβίτσι, δίπλα στον τάφο του επί 42 χρόνια συντρόφου της.