“Ασφαλώς του άρεσαν οι επιτυχίες· αυτή είναι η ορθολογική, φυσιολογική στάση του πνευματικού ανθρώπου και δημιουργού που ζητάει, και πρέπει να ζητάει, ανταπόκριση. Αλλιώς ο δημιουργός θ’ απευθυνόταν στο υπερπέραν και δεν θα ήταν εκ του κόσμου τούτου. Είδαμε τις χαρές του στις επιτυχίες. Ήσαν νόμιμες και συμπαθέστατες, και με τον ίδιο τρόπο αντιδρούσε νέος, ώριμος ή πρεσβύτης. Στις κακοτοπιές δεν μάζευε μέσα του κακίες, μνησικακίες, οργή ή φθόνο για τους άλλους. Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν έγινε ακαδημαϊκός συναντήθηκε κάπου με πρόσωπο που είχε συνεργήσει στο διωγμό του απ’ τη Βιβλιοθήκη. Εκείνος τον πλησίασε να του δώσει εξηγήσεις. Ο Καμπούρογλου, με τη συνηθισμένη από πάντα καταδεξιά και προσήνειά του, του είπε ήρεμα: “Μάτια μου, εκάνατε ό,τι μπορούσατε για να κατέβω τις σκάλες της Βιβλιοθήκης και ν’ ανέβω τις σκάλες της Ακαδημίας. Ακόμη ένα τέτοιο κι έγινα Πρόεδρος της Δημοκρατίας”.
…Συνεντεύξεις έδινε πρόθυμα, πάντα με το χαμόγελο, του άρεσαν γιατί με τις απρόοπτες ερωτήσεις των δημοσιογράφων δοκίμαζε απρόοπτες εκπλήξεις. Δεν έπαψε ποτέ να είναι απλός και αγνός σαν παιδί, πονόψυχος. Δεν ένιωσε φθόνο ποτέ του και δεν έχασε ποτέ την αισιοδοξία του. Πίστευε στους νέους και τους αγαπούσε… Τον ρώτησε άλλος δημοσιογράφος αν αγαπάει τους νέους και απάντησε καταφατικά, εξηγώντας ότι οι γέροι είναι οπισθοδρομικοί. Άμα δει γέρους, του φαίνεται πως θα του ‘ρθει ημιπληγία. Χαιρόταν μάλιστα να βλέπει τους νέους να εργάζονται, κάτι που γι’ αυτόν ήταν άρτος ζωής, η καθημερινή δουλειά με το σύνθημα nulla dies sine linea”.
(Από το κεφάλαιο Ις΄, “Ο άνθρωπος και τ’ ανθρώπινα”)
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.