Μεγάλωσε τη δεκαετία του ’60 στο Παγκράτι. Στην οικογένεια του οι περισσότεροι, και ιδίως η μητέρα του (που μαθήτευσε πλάι στον Μάριο Βάρβογλη), ήταν λάτρεις της μουσικής. Έτσι, του κληροδότησαν αυτή την αγάπη με τον πιο φυσικό τρόπο, τραγουδώντας οι ίδιοι σχεδόν ανά πάσα στιγμή. Ταυτόχρονα, το παλιό πικάπ Dual του σπιτιού, που έμαθε να το χειρίζεται άψογα προτού καν αρχίσει να διαβάζει και να γράφει, γέμιζε ήχους την ατμόσφαιρα: Μπαχ, Μότσαρτ και Μπετόβεν που τον κοίμιζαν ως βρέφος, Θεοδωράκη, Ξαρχάκο, Χατζιδάκι (και αργότερα Σαββόπουλο), μα και ελαφρά τραγούδια (Αττίκ, Γιαννίδη, Σουγιούλ, Βέμπο, Κάκια Μένδρη, Γούναρη κ.ά).
Λαϊκά τραγούδια δεν πολυακούγανε στο σπίτι τους. Μάλλον αυτός ήταν ο πρώτος που ενδιαφέρθηκε συστηματικά για την καθαρόαιμη λαϊκή μουσική στα χρόνια της μεταπολίτευσης όταν, παράλληλα με τον Λεοντή και τον Μαρκόπουλο, και λίγο πριν το επερχόμενο κύμα του ροκ, ανακάλυψε πως του άρεσε να ακούει τις λιγοστές τότε ραδιοφωνικές εκπομπές με ρεμπέτικα. Αργότερα, ως φοιτητής, μπήκε σιγά-σιγά και στο κλίμα του Τσιτσάνη, του Καλδάρα, του Καζαντζίδη, του Γαβαλά, της Πόλυς Πάνου, της Γιώτας Λύδια και των άλλων.
Το παιδί -ο Αλέζης Βάκης- μεγάλωσε, έγινε μουσικός (-πιανίστας, συνθέτης και ενορχηστρωτής) και ραδιοφωνικός παραγωγός. Στο βιβλίο αυτό συγκεντρώνει κείμενα μιας δωδεκαετίας που απηχούν κάποιες απόψεις του για τη μουσική και το τραγούδι.
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.