Δεν χρειάζεται να παρατηρήσουμε ότι ο φασισμός πάντα χρησιμοποιούσε την αστική δημοκρατία για να φτάσει στην εξουσία, και ότι είναι έτοιμος και σήμερα να χρησιμοποιήσει ορισμένα επιφαινόμενά της για να χτυπήσει ευκολότερα. Τα υψηλά πνεύματα που δεν γνωρίζουν παρά τη δημοκρατία του παρελθόντος, αυτή που επέτρεπε στην ελίτ να συμφωνεί μεταξύ της, «στο όνομα της πλειοψηφίας» και που σήμερα λιώνει σαν το κερί, θα συνεχίσουν μ’ επιμονή να μη βλέπουν πέρα απ’ τη μύτη τους: αφού εγώ (η ελίτ) μιλάω, η δημοκρατία υπάρχει, άρα ο φασισμός δεν υπάρχει. Το ότι κύριος εχθρός του φασισμού δεν είναι πια το φάντασμα της παλιάς δημοκρατίας αλλά η καινούρια, η δημοκρατία των λαών που παλεύουν, το ότι το πρόβλημα δεν είναι πια η ελευθερία έκφρασης των αστικών ελίτ αλλά η ελευθερία έκφρασης των εξεγερμένων μαζών, όλα αυτά παραμένουν κενές λέξεις για την ελίτ (ο λαός, τι είναι αυτό, τρώγεται;). Όχι όμως και για το φασισμό, που ξέρει πολύ καλά τι θέλει να συντρίψει: τις εξεγέρσεις που διαπερνούν όλα τα στρώματα του λαού. Ο φασισμός ξέρει να παίζει με την αστική νομιμότητα για να εγκαταστήσει τη δικτατορία του πάνω στις μάζες, ακόμα και αν «ομαλοποιήσει» στη συνέχεια αυτή τη νομιμότητα για να σταθεροποιήσει τη δικτατορία του. Ο φιλελεύθερος αστός ξυπνάει πάντα πολύ αργά όσο δεν είναι ακόμα το θύμα, είναι έμπορος ύπνου.
Ο Αντρέ Γκλυκσμάν στη σύντομη αυτή μελέτη του συνοψίζει και εξετάζει με διεισδυτική ματιά το φασιστικό φαινόμενο, παλιό και νέο, με αναφορές που μοιάζουν ιδιαίτερα σύγχρονες ακόμη και σήμερα καθώς στρέφει εύστοχα την προβληματική του γύρω από τα προβλήματα της φύσης των σύγχρονων κρατικομονοπωλιακών κοινωνιών.