Μια χειρόγραφη νουβέλα που πολτοποιείται μέσα σ’ ένα σκουπιδιάρικο και κανείς δεν μπορεί να τη σώσει.
Η Αμαλία που έμεινε 72 χρόνια παντέρημη σ’ ένα καλύβι δίπλα στο ποτάμι με τις κατσίκες της.
Ο Μαρτίν, κατακόκκινος με βουρκωμένα μάτια, μπροστά στο δάσκαλο που βρήκε το γαμοσταυρουδάκι της Αλεξάνδρας μέσα στην τσάντα του.
Ο Λευτέρης,φρικαρισμένος απ’ τη διέγερση που του προκαλούν οι κραυγές της τρομοκρατημένης γυναίκας μέσα απ’ το πηγάδι που την έριξε για να πεθάνει.
Η Ειρήνη που, με το βλέμμα του μαστουρωμένου πανικού, ορμάει γυμνή στις σκάλες της πολυκατοικίας, στέκεται στο κεφαλόσκαλο, μπροστά στον κύριο Καρδαρά που περιμένει το ασανσέρ, και ξύνεται μέχρι να ματώσει.
Ο γυμνός άντρας που κρυφακούει, κολλημένος στη μεσοτοιχία, τα βογγητά ενός κοριτσιού, απ’ το διπλανό δωμάτιο του ξενοδοχείου. Και τα ουρλιαχτά.
Και θέλει να τη σώσει αλλά αυτή δε θέλει να σωθεί.
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.