Γυρίσαμε το καρνάγιο μέχρι πέρα, σχολιάζοντας τα σκάφη, είχε όμορφα σκαριά και άχρωμα πλαστικά, κουρασμένα μοτόρια και λίγα καΐκια. Φτάσαμε και στον ταρσανά κι εκεί κόλλησε.
Στο έδαφος ήταν χαραγμένες καμπύλες, πυκνές, η μία πάνω στην άλλη, σαν ο ζωγράφος να μην πετύχαινε το αποτέλεσμα και να προσπαθούσε ξανά και ξανά, δίχως να σβύνει τις παλιές.
-Είναι χνάρια. Η περιουσία του καραβομαραγκού. Κάθε χνάρι οδηγεί τον μαραγκό να φτιάξει την ακτίνα ή τον άξονα για διαφορετικό τύπο και μέγεθος καϊκιού.
Δεν ήξερα να τα ξεχωρίσω, κάποια ήταν χνάρια της μάνας, κάποια των στρώσεων, κάποια των νομέων, κρυπτογραφήματα μιας τέχνης που περνούσε από γενιά σε γενιά.
– Όλα τα καΐκια γίνονταν, φαινομενικά, δίχως σχέδιο, μα με πείρα αιώνων και κανόνες δοκιμασμένους. Οι καμπύλες ξέρουν πόσο στράβωμα σηκώνει το ιρόκο και πόσο το έλατο. Ξέρουν πόσο στράβωμα χρειάζεται το κοφτό κύμα στα όρτσα και πόσο το φαρδύ στα πρίμα.
– Τι κρίμα να μην υπάρχουν χνάρια και για τα ζευγάρια.
Πράγματι, κανείς δεν έδινε πια τα χνάρια για να σκαρώσεις γερές σχέσεις, να βγαίνουν στα πέλαγα με τις φουρτούνες και να γυρίζουν στο λιμάνι, ατσαλάκωτες. Ο κάθε μάστορας ξεκινούσε να μάθει από την αρχή και η γνώση ερχόταν πάντα αργά.
Μια αβαρία καθηλώνει το ιστιοπλοϊκό “Τάι Μο Σαν” σε ένα καρνάγιο της Σύρου. Ο καπετάνιος προετοιμαζόταν να επαναλάβει το θρυλικό παρθενικό ταξίδι του σκάφους από το Χόνγκ Κονγκ στο Ντάρτμουθ, στα χρόνια του Μεσοπολέμου, χωρίς μηχανή. Η αβαρία αποδεικνύεται πιο σοβαρή από ό,τι αρχικά φανταζόταν και βρίσκεται αντιμέτωπος με ασφυκτικά διλήμματα. Στο νησί θα ξαναβρεί έναν παλιό, άδοξο έρωτά του και θα δοκιμάσει μια νέα αρχή.
Πυκνή και δεξιοτεχνική αφήγηση με σασπένς, από έναν συγγραφέα που κατέχει τα μυστήρια της εσωτερικής και της εξωτερικής πραγματικότητας.
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.