“Πρέπει να κλείσουμε αυτό το στόμα”, έλεγαν κρυφίως οι γερμανοί αξιωματούχοι για την Ουλρίκε.
Η ψυχή της, η σκέψη της, η φωνή της, όσο κι αν προσπαθούσαν να τη φιμώσουν, έφθανε έξω από τη φυλακή μέσω των δικηγόρων -συχνά πυκνά και από μόνη της. Σαν ένα αερικό, ένα στοιχειό που τίποτε δεν μπορεί να το κρατήσει. Δρασκελούσε τους τοίχους, τα πλέγματα, τις διπλοσκοπιές. Κορόιδευε τις κάμερες, τα ηλεκτρονικά κυκλώματα, τους φύλακες, τους επόπτες. Γινόταν αόρατος άνθρωπος και γλίστραγε μέσα από τους μπάτσους και τις ειδικές δυνάμεις του στρατού. Ξεχυνόταν στην άνοιξη που θέριευε έξω από το τέρας, τη φυλακή-δικαστήριο του Σταμχάιμ, έξω από το μέταλλο και το γυαλί, το ατσάλι που γενναιόδωρα παρείχαν οι απόγονοι των Κρουπ και Τύσσεν, των “Καταραμένων” του Βισκόντι. Χαιρόταν τα δένδρα και τα ποτάμια, τις αγροικίες και τις κωμοπόλεις. Τις κωμοπόλεις του Γκαίτε, του Χόφμαν και του Νοβάλις.
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.