Η Ίνγκρι ήταν κάθιδρη και πιασμένη, αλλά περπατούσε ακόμα μ’ ελαφράδα στην ψυχή· το ταξίδι είχε αποκτήσει τη δική του δυναμική, είχε γίνει μια αυτόνομη, ανεξάρτητη οντότητα, η Ίνγκρι έψαχνε την αγάπη κι ήταν ακόμα ευτυχής, αγνοώντας ότι το πρώτο θύμα της ειρήνης είναι πάντα η αλήθεια.
Καλοκαίρι του 1946. Με τη δέκα μηνών κόρη της στην αγκαλιά, η Ίνγκρι Μαρίε Μπαρόυ περιπλανιέται στην ειρηνική, πια, Νορβηγία, με σκοπό να βρει τον πατέρα της μικρής: τον Ρώσο πρώην αιχμάλωτο πολέμου Αλεξάντρ, που επέζησε από τον βομβαρδισμό και τη βύθιση του πολεμικού πλοίου Ρίγκελ, και τον προηγούμενο χειμώνα είχε αποπειραθεί να διασχίσει με τα πόδια τη Νορβηγία και τη Σουηδία, προσπαθώντας να επιστρέψει σπίτι του.
Το τοπίο αλλάζει: δεν υπάρχουν πια νησιά, ούτε θαλασσοπούλια, ούτε καταβατικοί άνεμοι. Δεν υπάρχει καν βροχή. Υπάρχει ζέστη ξηρή και ποτάμια, λίμνες και κουνούπια, τρένα και πόλεις και μεταλλωρύχοι κι απομονωμένα ορεινά αγροκτήματα. Και κυρίως υπάρχουν άνθρωποι, πολλοί άνθρωποι, διαφορετικοί άνθρωποι, καθένας ένα τοπίο από μόνος του, καθένας με τα δικά του κρυμμένα μυστικά. Κανείς δεν είναι εντελώς αθώος, κανείς δεν είναι εντελώς καλός. Στην πορεία της η Ίνγκρι θα συναντήσει παρτιζάνους και συνεργάτες των Γερμανών, πρόσφυγες και λιποτάκτες, σε μια χώρα που φέρει ακόμα τα σημάδια του πολέμου και της Κατοχής.
Το μυθιστόρημα Με τα μάτια του Ρίγκελ μιλάει για έναν λαό που μόλις έχει βγει από τον πόλεμο – που «κάνει κάτι στους ανθρώπους». Όπως και η ειρήνη: κάνει κάτι στη μνήμη και τις αναμνήσεις τους. Κάτι που θα ανατρέψει ολόκληρη την κοσμοθεωρία της Ίνγκρι Μπαρόυ και θα την αναγκάσει ν’ αναρωτηθεί πόσο πραγματικά γνωρίζει τους ανθρώπους της χώρας της, αλλά και τον άντρα για τον οποίο ρίσκαρε τα πάντα για να τον ξαναβρεί.
Η ιστορία της Ίνγκρι Μπαρόυ, που ξεκίνησε με του Αφανείς (Βραχεία λίστα του Διεθνούς Βραβείου Man Booker 2017) και συνεχίστηκε με το Λευκό Ωκεανό, έχει μεταφραστεί σε 27 γλώσσες και έχει μαγέψει αναγνώστες σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Το τρίτο μέρος της, Με τα μάτια του Ρίγκελ, κλείνει τυπικά την Τριλογία του Μπαρόϋ. Ακολουθείται από ένα τέταρτο βιβλίο (Μια μητέρα) που γράφτηκε λίγο αργότερα και, μαζί με τα προηγούμενα, καθιστά την Ίνγκρι Μπαρόυ μία από τις πιο επικές και αξέχαστες πρωταγωνίστριες στην ιστορία της παγκόσμιας λογοτεχνίας.