Έρωτας:
Κορίτσι μου, μεγάλωσες και παίζεις με τις κούκλες
στάλα μυαλό δεν έβαλες στις πονηρές σου μπούκλες;
Ο Λίβιος ο βασιλιάς· άντρας, νέος, όμορφος πολύ,
εσένανε γυρεύει, εσένανε καλεί,
εσένα συλλογίζεται και χάνει τη ζωή του,
γιατί σε θέλει σαν τρελός, ολόψυχα δική του.
Κι εσύ αντί να αιστανθείς, το παίζεις και διστάζεις,
κι όταν σου γράφει σοβαρά, μας κάνεις πως νυστάζεις.
Θαρρείς πως είναι εύκολα τα πράγματα της Φύσης
νεράκι μόνο γάργαρο στο στόμα κρύας βρύσης
δροσοσταλίδες μήπως, στα χείλη μιας πηγής;
Και τον πόνο αποφεύγειςo της δικιάς μου πληγής;
Τόσο πολύ στο είναι σου θες, μόνη, να πνιγείς;
Μπρος!
Ρίξε τη μύτη κι άκουσε τους χτύπους της καρδιάς σου
εσύo που θες όλοι να σφάζονται, στην άκρη της ποδιάς σου.
Σηκώνει αργά το τόξο του και την τοξεύει κατάστηθα.
Το όνειρο σβήνει· η Ροδή ξυπνάει αλαφιασμένη.
Είκοσι χρόνια μετά τον “Σιμιγδαλένιο”, που δε γέρασε διόλου και δεν έπαψε ποτέ να διαβάζεται σα βιβλίο μα και να παίζεται κάθε τόσο στο θέατρο, ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος, με το “οχιναιλέγοντας” ανοίγει πάλι αυλαία, για να μας πει, με τον εντελώς δικό του τρόπο -ποιητικά, ονειρικά, διαχρονικά- μια καινούργια ιστορία, που βαστάει αιώνες τώρα, μα που κάποιες κρυφές πτυχές της δεν τις είχαμε ίσως ακούσει ποτέ ίσαμε τώρα και δεν τις είχαμε ομολογήσει ούτε στον εαυτό μας καν.
Απ’ τον τρομερό Ησιόδειο Έρωτα, απ’το μεσαιωνικό παραμύθι με τις σαϊτες και τα κάστρα, στο ντιβάνι του ψυχαναλυτή. Με συνεχείς ανατροπές σε κάθε σελίδα και αυξανόμενο σασπένς μέχρι την τελευταία λέξη, ο Αλέξανδρος Αδαμόπουλος και το “οχιναιλέγοντας” μας συντροφεύουν, παίζουν μαζί μας στήνοντας εν’ αλλόκοτο σκηνικό που είναι στο πουθενά και είναι συνάμα μες τον καθένα μας.
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.