Ο ασύγκριτος Γιόζεφ Ροτ, στο μυθιστόρημα αυτό του 1935, φαντάζεται τις τελευταίες ένδοξες μέρες του Ναπολέοντα, τις εκατό μέρες αφότου κατάφερε να δραπετεύσει από τη νήσο Έλβα ως την τελειωτική του ήττα στο Βατερλώ. Η αφήγηση αυτού του εντυπωσιακού έργου, που τοποθετείται στο πρώτο εξάμηνο του 1815 κυρίως στο Παρίσι, γίνεται από δύο διαφορετικές οπτικές γωνίες: Από τη μία είναι ο ίδιος ο Ναπολέοντας κι από την άλλη η ταπεινή αφοσιωμένη πλύστρα του παλατιού Αντζελίνα Πιέτρι, μια άτυχη κοπέλα που του ‘χει δώσει οριστικά και αμετάκλητα την καρδιά της. Ο Ροτ καταφέρνει να εκφράσει με αριστοτεχνικό τρόπο τη βαθιά θλίψη που συνδέει τη μοίρα τους.
Η λυρική κομψότητα και οι υποβλητικές ατμοσφαιρικές λεπτομέρειες, που αποτελούν την υπογραφή του Ροτ, στις “Εκατό μέρες” αγγίζουν την τελειότητα.
Αυτό που ιδίως ελκύει τον Ροτ -το αποκαλύπτει σε μια επιστολή- είναι η δυνατότητα να δείξει τον Ναπολέοντα “στη μόνη φάση της ζωής του στην όποια εμφανίζεται η “ανθρώπινη” πλευρά του και συνάμα η δυστυχία του… Θέλησα να παρουσιάσω έναν “μεγάλο άνδρα” σαν έναν “ταπεινό” άνθρωπο”. Για να δείξει αυτή την κρυφή πλευρά του Ναπολέοντα, τη στραμμένη προς το σκοτάδι και την αυτοκαταστροφή, ο Ροτ διεισδύει με λεπτότητα και ταυτόχρονα με ωμότητα στην ψυχολογία του.
Αλλά το πιο επιτυχημένο τέχνασμα ήταν το ότι αντιστοίχισε τη μοιραία πορεία του Ναπολέοντα -πολύ δύσκολο να την αφηγηθείς μετά τις τόσες εξιστορήσεις που έχουν γίνει- με εκείνη της άσημης Αντζελίνας Πιέτρι, μιας πλύστρας στο παλάτι, μίας εκ των αναρίθμητων γυναικών που “όπως όλες οι γυναίκες της χώρας (ίσως κι όλες οι γυναίκες όλης της γης) αγαπούσαν τον αυτοκράτορα “. Στο τέλος, μολονότι η σκιά της Ιστορίας μοιάζει να δυναστεύει το πάντα, θα φανεί πως οι δύο μοίρες κατά κάποιο τρόπο συγκλίνουν στην απόγνωση και σε μια πεισματική αφοσίωση.
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.