Η βρετανική εμπλοκή στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1940 δεν ήταν ούτε μια ηρωική πράξη υπεράσπισης της ελευθερίας των Ελλήνων ούτε μια σκοτεινή συνωμοσία για την καταστολή της. Οι βρετανικές υπηρεσίες πληροφοριών καθοδηγούνταν από το Φόρεϊν Όφις στην εφαρμογή μιας πολιτικής που σε όλη αυτή την περίοδο παρέμεινε πολύ πιο σταθερή απ’ ό,τι εκ πρώτης όψεως φαίνεται: υπερασπιζόμενη τα βρετανικά γεωστρατηγικά συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο, επεδίωκε να διατηρήσει ένα πολιτικό σύστημα διαβρωμένο από τις δεκαετίες του Εθνικού Διχασμού, τόσο με την υποστήριξη του βασιλιά και της εξόριστης κυβέρνησής του όσο και με την ανάσχεση της κομμουνιστικής αριστεράς και της λαϊκής υποστήριξής της στη χώρα.
Αξιοποιώντας σε βάθος βρετανικά, αμερικανικά και ελληνικά αρχεία, πολλά εκ των οποίων έγιναν προσφάτως διαθέσιμα στους ερευνητές, το βιβλίο εξετάζει την επιρροή και τον μεταλλασσόμενο ρόλο των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών –και ειδικότερα της SOE– στην Ελλάδα: την ενίσχυση που πρόσφεραν αρχικά στην Aντίσταση με επιχειρήσεις υποβοηθητικές της βρετανικής πολεμικής προσπάθειας· την παρεμβολή τους, στη συνέχεια, στις εσωτερικές αντιπαραθέσεις του αντάρτικου, παράλληλα με την άσκηση κρίσιμου πολιτικού και διπλωματικού ρόλου· τέλος, την κατάρρευση της συνεννόησής τους με το ΕΑΜ και τη μεγαλύτερη ή μικρότερη ανάμειξή τους στις εξελίξεις που οδήγησαν στον Εμφύλιο (ζήτημα που ακόμα διχάζει την επιστημονική κοινότητα και την κοινή γνώμη).
Όπως τεκμηριώνει η μελέτη, όσο το ΕΑΜ γινόταν πιο ανεξέλεγκτο, τόσο οι προσπάθειες των Βρετανών να το διαβρώσουν φαίνονταν πιο απελπισμένες. Είτε επρόκειτο για τους πρώτους μήνες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είτε για την ανοιχτή σύγκρουση των Δεκεμβριανών και τα μεθεόρτιά της, οι πολιτικές οδηγίες και οι μέθοδοι που ακολουθούσαν οι υπηρεσίες πληροφοριών παρέμειναν οι ίδιες· εφαρμόζονταν όμως όλο και πιο εντατικά και κυνικά, παρά τις όποιες διαφωνίες και ανεξάρτητα από τις τραγικές τους συνέπειες.