Αυτό το μικρό σε έκταση αλλά πυκνό σε σημασίες δοκίμιο σηματοδοτεί μια μεγάλη στροφή στο έργο του Φρόυντ. Γραμμένο λίγο μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και επηρεασμένο, ενδεχομένως, από τις δυνάμεις καταστροφής που αυτός αποδέσμευσε, θα εγκαταλείψει την καθιερωμένη μέχρι τότε ψυχαναλυτική αντίληψη ότι τα ψυχικά φαινόμενα κυριαρχούνται από την παντοδυναμία της αρχής της ευχαρίστησης, εισάγοντας μια έννοια περισσότερο πρωτόγονη, περισσότερο καθοριστική, περισσότερο ζοφερή, την ενόρμηση του θανάτου.
Ο Φρόυντ μελετά φαινόμενα όπως αυτό της ψυχαναγκαστικής επανάληψης και αναζητά έρεισμα στη βιολογία και στη μελέτη των στοιχειωδών μορφών ζωής, για να υποστηρίξει ότι κάθε οργανική ζωή διέπεται από την επιστροφή σε μια προγενέστερη κατάσταση και, σε τελευταία ανάλυση, στην ηρεμία της ανόργανης ύλης.
Έχοντας πλήρη επίγνωση για την παράτολμη εικοτολογία του, ο συγγραφέας θα μετασχηματίσει κάθε προηγούμενη αντίθεση που διέπει την ψυχική ζωή σ’ αυτήν των δυνάμεων του Έρωτα και του Θανάτου και θα υποστηρίξει το “παράδοξο” ότι τελικός σκοπός της ζωής, αυτόν που υπηρετεί και η ίδια η αρχή της ευχαρίστησης, είναι ο ίδιος ο θάνατος.
Θεωρώντας δεδομένη την ενόρμηση του θανάτου, ο Φρόυντ κατηύθυνε τους αναλυτές να αντιλαμβάνονται την επιθετικότητα ως μια καθαυτή ενόρμηση. Μετά το δοκίμιο αυτό η ψυχική σύγκρουση άρχισε πλέον να θεωρείται ότι προέρχεται από έναν θεμελιώδη ανταγωνισμό ανάμεσα στον Έρωτα και τον Θάνατο, την ενόρμηση της ζωής και την ενόρμηση του θανάτου, τη λίμπιντο και την επιθετικότητα.
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.