Με αυτή την πρώτη της ποιητική συλλογή η Ανδρεοπούλη έρχεται σαν την πρωινή δροσιά όπως λέει ο τίτλος της στην κρητική διάλεκτο της γιαγιάς της -σαν την πρωινή ψύχρα σωστότερα που αλλού τη λέγανε “απογειάδα”- να μας ξυπνήσει συναισθήματα και συγκινήσεις. Πάνω στο “είναι” και στο “επέκεινα”.
Με γλώσσα λιτή και λέξεις διαλεγμένες μία-μία, σαν τις πέτρες του καλού χτίστη, οικοδομεί τον κόσμο της που είναι και οδικός μας.
Μπολιασμένη παιδιόθεν από την ομορφιά του τοπίου και την απεραντοσύνη της θάλασσας:
“Θυμάρια κέδροι/ αλμυρίκια/ κι ένα χωριό/ στις πλάτες μου/ μικρό θαλασσοπούλι/ το σάλι της γιαγιάς/ στο πρωινό απόι/ κι η θάλασσά μου/ φιλόξενο αμνιακό υγρό/ παντέρμες ρίζες/ γερά κρατείτε”
τόσο γερά που την οπλίζουν με αυτή την ιδιαίτερη και διεισδυτική ματιά πάνω στα προαιώνια ζητήματα της ύπαρξης.
Ζωή, αγάπη, θάνατος, διλήμματα, ματαιωμένα όνειρα και απορίες.
“Μόνο όταν πιείς/ νιώθεις/ πόσο διψούσες/ μόνο όταν αγαπήσεις/ νιώθεις/ πόσο κοντά στο θάνατο/ περνά η καρδιά/ όταν κοιμάται» Και όλα δοσμένα τρυφερά και απλά χωρίς αφορισμούς με το «κυρίως θέμα” να υφέρπει.
Ακόμη και στις αναπότρεπτες και τελεσίδικες επιλογές:
“Μια χαρακιά/ στο πρόσωπο μεσήλικης/ γυναίκας/ λέει πως κόπηκε στα δυο/ σε κάποιο σταυροδρόμι/ όπου/ χωρίς επιλογή/ διάλεξε τη ζωή της”.
Ακόμη και στις ομολογίες:
“Εγώ είμαι/ που θορυβώ/ και τη σιωπή κόβω στα δυο/ μην γίνει ένα/ εγώ είμαι/ που δεν τολμώ/ την σιωπή ν’ αφουγκραστώ/ μη χάσω εμένα”.
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.