Για “Τα σύρματα” (Τραμ, 1978) έγραψαν:
“… Ένα απ’ τα καλύτερα βιβλία του 1978, ενός ποιητή που αν δεν πέσουν οι κεραυνοί του Δία πάνω του, ή δεν εγκλωβιστεί απ’ τις στυγνές απαιτήσεις τού καθ’ ημέρα βίου, θα έχει, χωρίς καμιά αμφιβολία, ένα ποιητικό μέλλον βέβαιο και ευρύ. Γιατί με την πρώτη του κιόλας συλλογή κατορθώνει αυτό το τόσο δυσκολοαπάντητο (και πάντα με την ωριμότητα κατακτημένο): να ενώσει όλο το ακαθόριστο, ασαφές και ευκίνητο της σύγχρονης ποίησης με ουσιαστικότητες στέρεες, σαν ακρογωνιαίους λίθους ή σαν μικρά θαύματα καθαρότητας και συναισθηματικής πληρότητας. Ο Σωτήρης Κακίσης δε θέλει απλώς να γράψει. Έχει να πει. Η διαφορά είναι μεγάλη…”
Τάσος Λειβαδίτης, “Η Αυγή”, 1979
“… Ποιητικό άτομο, αλλά που μιλάει και για λογαριασμό κάποιων ανθρώπινων πραγματικοτήτων, έξω-ατομικών, είναι ο Σωτήρης Κακίσης, ο πιο προσωπικός, ίσως, και σαν ποιητική αίσθηση και σαν βάθος ευαισθησίας και σαν γραφή, από πολλούς άλλους. Τα ποιήματα του, ένα είδος μοντέρνων πεζοτράγουδων όπου δεν ακούμε τραγούδια αλλά την ψιθυριστή φωνή ενός αόρατου υποβολέα που παρατηρεί τον γύρω κόσμο και κάτι σημαντικό βλέπει κάθε τόσο, αφανέρωτο στο κοινό μάτι, είναι μια ανθοδέσμη στιγμών από ακαριαία σενάρια καθημερινής ζωής, γκρίζας, ταπεινής, μα πληγωμένης από οδύνη και μοναξιά. Ένας σύγχρονος “μινόρε”, γνήσιος και πρωτότυπος, ο Σωτήρης Κακίσης. “Τα σύρματά” του είναι ένα “άνοιγμα” και μια μεστή πραγματοποίηση…”
Ανδρέας Καραντώνης, “Νέα Εστία”, 1980
Για τη “Συσκευή του νεκρού ανθρώπου” (Άκμων, 1981) έγραψαν:
“… Ο Κακίσης συνεχίζει πλουτίζοντας με το δεύτερο βιβλίο του (μετά “Τα σύρματα”) την ήδη καλά σχεδιασμένη πορεία του. Οι “ήχοι” που χρησιμοποιεί είναι πάντοτε πλάγιοι. Η προσπάθεια να κατακτήσει το “θέμα” του δεν είναι ποτέ καταμέτωπη, αλλά ψάχνει να βρει την αχίλλειο πτέρνα του, που είναι πάντα μισοκρυμμένη ή εντελώς κρυμμένη πίσω από μιαν αχλύ, μιαν ομίχλη. Οι σκηνές που διαδραματίζονται είναι σαν κοιταγμένες πίσω από ένα χιονισμένο τζάμι -αφήνοντας τη φαντασία να συμπληρώσει τις λεπτομέρειες.
Συχνά αυτή η “ποιητική” μοιάζει με το τεντωμένο σκοινί. Πρέπει συνεχώς ν’ ακροβατείς πάνω του. Δίνοντας σου μια αίσθηση αγωνίας κι επικείμενης καταστροφής. Γενικά ο Κακίσης γράφει, κι αυτό είναι το σπουδαίο, σαν να μην ενδιαφέρεται για το αποτέλεσμα. Και δίνει το καλύτερο αποτέλεσμα…”
Τάσος Λειβαδίτης, “Η Αυγή”, 1981.
“… Αυτός που θα αποφάσιζε να διαλέξει ανάμεσα στις άφθονες περιπτώσεις της νέας ποίησης, την πιο παράξενη και ίσως την πιο εκκεντρική, δεν θα τα κατάφερνε τελικά να μη σταθεί μπροστά στα δύο βιβλία του Σωτήρη Κακίση -εφόσον ήταν αποφασισμένος να υποστεί τις συνέπειες της ειλικρίνειας. Αυτά τα βιβλία -“Τα σύρματα” και η “Συσκευή του νεκρού ανθρώπου”- αξίζουν ίσως την προσοχή μας (που σίγουρα έχει ταλαιπωρηθεί από αρκετές ανεπιτυχείς προτιμήσεις) μόνο και μόνο για ό,τι τα χωρίζει απ’ τις ανάγκες του μέσου αναγνώστη και τη μονοτονία της επίσημης κριτικής. Αφού αυτά τα κείμενα καταφέρνουν να είναι πραγματικά μοντέρνα όχι με το να περιφρονούν τη σχολαστικότητα αλλά με κάτι ακόμα πιο εγωιστικό: δεν μας ζητάνε να είμαστε επιεικείς, αλλά έξυπνοι.
Η “Συσκευή του νεκρού ανθρώπου” είναι γι’ αυτό ένα βιβλίο που δεν άργησε να προκαλέσει μια σωρεία παρεξηγήσεων στον περιορισμένο κύκλο των ανθρώπων που ενδιαφέρονται ειλικρινά για την ποίηση. Θεωρήθηκε σνομπ, εκκεντρικό και ακατανόητο. Η ποίηση της “Συσκευής” δεν έμοιαζε να είναι παρά ένα υπερβολικό παράδειγμα πρόζας, που μόνο κατά τύχη μπορούσε να φανερώνει τ’ απομεινάρια κάποιων μελωδικών ψιθύρων. Στην πραγματικότητα αυτή είναι ακριβώς η τέχνη της “Συσκευής”, που η γοητεία της μοιάζει να γεννιέται στο σκοτάδι, και η αξία της ν’ ακολουθεί μια ροή από λέξεις που έπαψαν να ’ναι φανταχτερές για χάρη μιας γεροντικής σοφίας ή μιας παιδικής αφέλειας. Η ποίηση εδώ θέλει να διατηρήσει όλες τις αρετές ενός αληθινού αριστοκράτη -παύει λοιπόν να επιδεικνύεται… Η σεμνότητα δεν είναι μια ηθική αρετή (όπως συμβαίνει με τη λεγόμενη “φτωχή” ποίηση), είναι μια αισθητική αντίληψη, ένα είδος ευαισθησίας. Τι πιο φυσικό λοιπόν, από ένα νεαρό λοιπόν που εκμεταλλεύεται το ότι δύο αιώνες στόμφου και έπαρσης και περιττής πολυτέλειας μας δίδαξαν να αντιπαθούμε την ποίηση σαν να ’τον καμιά επιδημία, για να εμπιστευτεί μια νέα μορφή κειμένου, φτωχή σε σκοπιμότητες, αλλά πλούσια σε αυθάδεια και χάρη. Ας εγκαταλείψουμε για λίγο την αλήθεια των λέξεων, ώστε ν’ ασχοληθούμε με την ομορφιά των ιδεών, μοιάζει να επαναλαμβάνει αυτή η τέχνη που δεν είναι τόσο απλοϊκή όσο φαίνεται. Στο βασίλειο της ευαισθησίας υπάρχει ακόμα χώρος για τους ευφυείς…”
Ευγένιος Αρανίτσης, “Ελευθεροτυπία”, 1982
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.