Η γλώσσα του Θάνου Μικρούτσικου, ξεφεύγοντας από κάθε σχηματική ταξινόμηση, επιστρατεύει αμέτρητες αναφορές: Τη δημοτική παράδοση, το ρεμπέτικο, κάποιους μακρινούς απόηχους του 19ου αιώνα, μερικές στιγμές δανεισμένες από τους πρωτοποριακούς της νεοελληνικής σχολής και την ατονική γραφή.
Στον Μικρούτσικο το ουσιαστικό εδρεύει μέσα σ’ αυτήν την προνομιούχα σχέση που ζει μαζί με την ποίηση, μέσα σ’ αυτήν την ολότητα όπου λάμπουν τα ευρήματα του κειμένου και της μουσικής. Δε μελοποιεί απλά την ποίηση του Ρίτσου, δημιουργεί ένα καινούργιο χώρο ανοιχτό στο τραγούδι που κουβαλάει μέσα της η λέξη.
Ανακαλύπτει εκ νέου τις τραγικές δομές του Σοφοκλή και του Αισχύλου και ζωντανεύει τα φαντάσματα του ελληνισμού.
Ο Μικρούτσικος έχει αυτό το σπάνιο χάρισμα να κάνει προσιτά κείμενα δύσκολα, προβάλλοντας μέσα μας τις αβυσσαλέες τους αντηχήσεις. Επιπλέον, ο Μικρούτσικος φιγουράρει σαν ένας απελευθερωμένος συνθέτης, μια φυσιογνωμία που η κοινωνία μας σήμερα έχει ξεχάσει. Συνθέτης κι ερμηνευτής ο ίδιος αναγκάζει τους μουσικούς να τραγουδούν, τον τραγουδιστή να μιλάει.
Στον Μικρούτσικο υπάρχει επίσης κι αυτός ο βαθύς πόθος του Gesamtkunstwerk, αυτή η συνύπαρξη των τεχνών. Ο νους μας τρέχει στον Βάγκνερ, στον Στραβίνσκι, στον Σατί, στα ρώσικα μπαλέτα του Ντιαγκίλεφ.
(Charles Filippon “Le Soir”, από την έκδοση)
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.