Σκέφτηκα να γράψω το χρονικό της περιπέτειας του “Τέταρτου”, που για μένα κράτησε από τις αρχές του καλοκαιριού του 1984 ως τα τέλη του καλοκαιριού του 1985, όχι επειδή το περιοδικό σημάδεψε τα πνευματικά πράγματα του τόπου, όπως άλλα που έγραψαν Ιστορία. Ή όπως το Τρίτο Πρόγραμμα του Χατζιδάκι, στη δεκαετία του ’70, έγραψε τη δική του Ιστορία. Σκέφτηκα να το γράψω επειδή η περιπέτεια αυτή σημαδεύτηκε από δύο πρόσωπα, εμβληματικά δύο εντελώς διαφορετικών αντιλήψεων για τον τόπο, τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Γιώργο Κοσκωτά. Σημάδεψε επίσης και τη χρονική περίοδο κατά την οποία τα συμπτώματα της ελληνικής μετάλλαξης, αυτής που μας οδήγησε στη σημερινή μας ήττα, άρχισαν να αναδύονται στην επιφάνεια. Ήταν μια μετάλλαξη που είχε να κάνει με την πολιτική, όμως σίγουρα δεν φτάνει η πολιτική για να την περιγράψεις, πολλώ μάλλον να την ερμηνεύσεις. Είναι ζήτημα ανθρώπινων υλικών και ποιότητας, αυτής της ποιότητας που σήμερα έχει αποδεκατιστεί.
Πριν από καιρό έγραψα ένα χρονογράφημα στα Νέα, όπου υποστήριζα πως ανάμεσα στους μεγάλους ηττημένους του 2012 είναι και ο Μάνος Χατζιδάκις. Όχι γιατί δεν εκτιμούν πια τη μουσική του. Το αντίθετο, σήμερα την εκτιμούν πολύ περισσότερο από τότε που οι περισσότεροι τον ήξεραν απ’ τα μεγάλα του σουξέ. Αλλά γιατί η νοοτροπία του έχει ηττηθεί. Το θάρρος μιας ατομικότητας που αντλεί την ορμή της, όχι από την αυθαιρεσία των όποιων απόψεων, αλλά από το κεφάλαιο της ευαισθησίας που κατατίθεται στο δημιουργικό έργο. Αυτή η νοοτροπία στη σημερινή Ελλάδα βρίσκεται στην παρανομία. Τη νομιμότητα την ορίζει η δημοκρατικά μοιρασμένη αταλαντοσύνη της μετριότητας, που πάσχει από ακράτεια απόψεων και υποστηρίζεται, εννοείται, από το απύθμενο θράσος. Ό,τι αντιμετωπίζαμε τότε ως εξαίρεση έγινε ο κανόνας.
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.