ΧΩΡΙΣΜΟΥΛΗΣ
Θα ‘ρθη (στο Μετς), την ώρα που θα λείπεις,
θα τρίξουν σαν να κλαίνε τα κλειδιά του·
ήσυχα, θα περάσει στο δωμάτιο,
που εφύλαξεν τις πράξεις της αγάπης.
Θα πιάσει μια στιγμή το μαξιλάρι,
να μυρωθή με το σγουρό άρωμά σου·
θα σκύψει, θα χαϊδέψει τα σεντόνια,
λέγοντας πως χαϊδεύει το κορμί σου.
Στα χείλη του θα τρέμει το τσιγάρο,
ως ξεκρεμάσει αργά το φόρεμά σου.
Τα πράγματα της μνήμης θα του γνέφουν.
Μα ως πάει να φύγει (ακούστε) θα σκοντάψει
στο μαύρο σου γοβάκι. Τότε αιφνίδιος,
βαθύς καημός, τα μάτια του θ’ ανάψει.
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.