Εμείς οι αναλυτές θέτουμε ως στόχο την κατά το δυνατόν πλήρη και σε βάθος ανάλυση του ασθενή, δεν θέλουμε να τον ανακουφίσουμε με τη συμμετοχή του στην καθολική, την προτεσταντική ή τη
σοσιαλιστική κοινότητα, αλλά να τον κάνουμε πλουσιότερο με αυτά που ο ίδιος διαθέτει, επαναφέροντας στο Εγώ τις ποσότητες ενέργειας που έχει απωθήσει και δεσμεύσει στο Α-συνείδητο και όσες το Εγώ εξαναγκάζεται να αναλώνει άκαρπα, προκειμένου να συντηρεί αυτές τις απωθήσεις… Μήπως θέσαμε έτσι στον εαυτό μας έναν υπερβολικά υψηλό στόχο; Αξίζει η πλειοψηφία των ασθενών μας τον κόπο που η δουλειά αυτή απαιτεί από εμάς; Θα ήταν οικονομικότερο να στηρίξει κανείς εξωτερικά το ελαττωματικό στοιχείο, αντί να επιχειρήσει μια ανασύσταση εκ των έσω; Δεν μπορώ να το πω, υπάρχει όμως κάτι άλλο που γνωρίζω. Από την αρχή υπήρχε στην ανάλυση μια σύνδεση μεταξύ θεραπείας και έρευνας. Η γνώση έφερνε την επιτυχία, η θεραπεία ήταν ανέφικτη χωρίς να ανανεώνουμε τις γνώσεις μας, κι αυτή η ανανέωση ήταν με τη σειρά της ανέφικτη, αν δεν είχαμε δυνατότητα να βιώνουμε την ευεργετική της επίδραση. Η αναλυτική μας μέθοδος είναι η μόνη που συντηρεί αυτή την πολύτιμη συνύπαρξη. Μόνο όταν αναλαμβάνουμε την περίθαλψη της ψυχής με την ανάλυση εμβαθύνουμε στη γνώση του ανθρώπινου ψυχισμού, η οποία τώρα μόλις ανατέλλει. Αυτή η προοπτική επιστημονικού κέρδους ήταν η ευγενέστερη, η πιο χαρμόσυνη όψη της ψυχαναλυτικής εργασίας. Έχουμε το δικαίωμα να τη θυσιάσουμε εξαιτίας ορισμένων επιφυλάξεων πρακτικής φύσεως;
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.