«Σημείο τομής για το έργο του Μπασάνου αποτέλεσε η επινόηση και κατασκευή ενός αλφαβήτου, τα δομικά στοιχεία του οποίου προέρχονται από ξύλο παλέτας βαμμένης με μαύρη μελάνη. Ως ένα ready-made ευτελές αντικείμενο αποθήκευσης, μεταφοράς, η παλέτα ορίζει ένα τυποποιημένο και αυθαίρετο μετρικό σύστημα. Ενσωματώνοντας ταυτόχρονα μια κατασκευαστική λογική, υποδέχεται εν είδει δοχείου ετερόκλητα περιεχόμενα σε διαφορετικές συναρθρώσεις και διατάξεις. H παλέτα ως κατεξοχήν σκελετός ταυτίζεται συνεπώς με το σχήμα, το περίγραμμα, την “αρματούρα” της, το σύνολο των αρμών και των αρθρώσεών της.
Τα γράμματα της τυπογραφίας που επινοεί ο Μπασάνος κατασκευάζονται από τα ξύλα της παλέτας ως ελάχιστα κειμενικά στοιχεία/γραφήματα που συγκροτούν ένα νέο γλυπτικό λεξιλόγιο. Με τις εικονιστικές τους ιδιότητες σημαίνονται κυρίως από τη διαδικασία εξάρθρωσης τόσο στο κατασκευαστικό όσο και στο κειμενικό/συντακτικό πεδίο. […]
Στο έργο του Μπασάνου τα γράμματα –ως τα νοητικά και υλικά αποσπάσματα ενός τυποποιημένου γλυπτικού λεξιλογίου– διερευνώνται στη χωρική και μορφοπλαστική τους διάσταση και υποβάλλονται σε ένα εύρος επεμβάσεων στον φυσικό χώρο μέσα από πρακτικές συσσώρευσης, διασποράς, στοιβάγματος, αλληλοεπικάλυψης, συμπίεσης, διαμελισμού ή και πλήρους αφαίρεσής τους.» Τίνα Πανδή
«Λέξεις ξεπροβάλλουν σε κάθετη διάταξη από τον τοίχο σχηματίζοντας στίχους που μπορούν να διαβαστούν μεμονωμένοι ή στη σύνθεσή τους ως ένα ποίημα, το Where Trees Never Grow του Κώστα Μπασάνου είναι ένα τρισδιάστατο γλυπτικό καλλιγράφημα (calligramme). Όπως στα κλασικά καλλιγραφήματα, φερ’ ειπείν του Γκιγιόμ Απολιναίρ, η οργάνωση του κειμένου στον χώρο συγκροτεί την κεντρική καλλιτεχνική –εδώ γλυπτική– χειρονομία και η μορφή του έργου αποτελεί αναδιπλασιασμό, πλαστική και εικονική επανασύνθεση του νοήματός του. Ανάλογα με το σημείο θέασης, η γραφή χάνει ή ξαναβρίσκει τη μορφολογική της καθαρότητα: υπό μια συγκεκριμένη γωνία, οι στίχοι είναι ευανάγνωστοι παρατακτικά σαν δεντροστοιχία που ορθώνεται διφορούμενα ακριβώς εκεί που δηλώνει ο τίτλος πως δεν φυτρώνουν δέντρα ποτέ, αν όμως ο παρατηρητής μετακινηθεί, τα γράμματα χάνουν τη διαύγειά τους, το ένα μπαίνει μέσα στο προοπτικό πεδίο του άλλου και γίνονται θόρυβος, ένας άτακτος συγκεχυμένος και δυσανάγνωστος χορός γραμμάτων. Έτσι, ενώ αρχικά το Where Trees Never Grow υπονοεί ένα «εκεί», έναν τόπο χέρσο “όπου δεν φυτρώνουν δέντρα”, ο θεατής καταλαβαίνει πως εντέλει ο τόπος αυτός δεν είναι παρά το “εδώ” του εκθεσιακού χώρου όπου βρίσκεται ο ίδιος σε σχέση με το έργο: στο ένα σημείο τα δέντρα/στίχοι βλασταίνουν, στο άλλο ξαναγίνονται ακανόνιστα σχήματα, χωρίς σημασία.»
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.