Ο έφηβος Τζέιμι εγκαταλείπει για πάντα την οικογενειακή εστία, τον αλκοολικό και βίαιο πατέρα και την υποταγμένη μητέρα του. Καταφεύγει στον παππού και τη γιαγιά του, που τον υποδέχονται με ανοιχτές αγκάλες, και κοντά τους θα ζήσει μέχρι την ενηλικίωσή του. Ο Τζέιμι θα ανακαλύψει την ισχυρή προσωπικότητα του παππού του, ιδεαλιστή πολιτικού, υπεύθυνου για το πρόγραμμα ανέγερσης σύγχρονων εργατικών κατοικιών στη Γλασκόβη, που όμως είναι ανίκανος ν’ αγαπήσει έναν γιο με αδύναμο χαρακτήρα, τη ζωή και τις επιλογές του οποίου αποδοκιμάζει.
Αρκετά χρόνια μετά, ο τριανταπεντάχρονος πλέον Τζέιμι επιστρέφει στο σπίτι του παππού του που είναι ετοιμοθάνατος και πικραμένος. Οι καιροί έχουν αλλάξει. Οι ουρανοξύστες, οι “πύργοι” που έχτισε για τους εργάτες και για τους οποίους ήταν τόσο υπερήφανος, δεν αποτελούν πια σύμβολο της προόδου και της αδελφότητας· αντιθέτως θεωρούνται ως σύμπτωμα μιας κοινωνίας που οδηγεί τους ανθρώπους στην απομόνωση και το μαρασμό και, ως εκ τούτου, κατεδαφίζονται. Ο ώριμος τώρα Τζέιμι αντιμετωπίζει με νηφαλιότητα και κριτική απόσταση, αλλά και με κατανόηση, την οικογενειακή του ιστορία, την ιστορία του πατέρα του και του πατέρα του πατέρα του. Μπορεί πια να δει τα καλά και τα κακά του παρελθόντος που τους στοιχειώνει όλους, και να αντικρίσει κατάματα τους φόβους και της δικής του ζωής. Η ιστορία της οικογένειας του Τζέιμι συνδέεται με την ιστορία της Σκωτίας και των ανθρώπων της του εικοστού αιώνα, με τους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες του εργατικού κινήματος και του εργατικού κόμματος, με την επίμονη αναζήτηση της Ουτοπίας και την οδυνηρή, ίσως όμως και λυτρωτική, απομυθοποίηση.
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.