Είχε, όντως, έστω και έναν σοβαρό λόγο για ν’ ανησυχεί; Όχι. Δεν είχε συμβεί τίποτα το αφύσικο. Δεν τον βάραινε καμία απειλή. Ήταν γελοίο να χάνει την ψυχραιμία του και το ήξερε τόσο καλά που ακόμη κι εδώ, στη μέση της γιορτινής βραδιάς, προσπαθούσε ν’ αντιδράσει.
Εξάλλου, δεν επρόκειτο για ανησυχία με την απόλυτη σημασία της λέξης και θα ήταν ανίκανος να πει ποια στιγμή ακριβώς τον είχε καταλάβει αυτό το άγχος, αυτή η αδιαθεσία, αποτελέσματα μιας δυσδιάκριτης ανισορροπίας.
Σίγουρα όχι όταν εγκατέλειψε την Ευρώπη. Ο Ζοζέφ Τιμάρ είχε φύγει με τη θέλησή του, γεμάτος έξαψη και ενθουσιασμό. Μήπως τη στιγμή που ξεμπάρκαρε στη Λιμπρεβίλ, στην πρώτη του επαφή με την Γκαμπόν;
Λιμπρεβίλ και Γκαμπόν, τον παλιό καιρό. Από τις πρώτες σελίδες το σκηνικό ξεπροβάλλει πεντακάθαρα. Διακρίνεται έως και η μυρωδιά από τη θλιβερή σήψη της βλάστησης, η αποχαυνωτική ζέστη του καφενείου όπου μερικοί Ευρωπαίοι χαρτοπαίζουν πίνοντας Περνό. Ο Ζοζέφ Τιμάρ δεν έχει παρά λίγες εβδομάδες που έφτασε από τη Γαλλία, ο πολιτισμός όμως είναι ήδη μια ανάμνηση.
Όταν μαθαίνει ότι ένας μαύρος υπηρέτης, ένας μπόυ, δολοφονήθηκε δυο βήματα από το ξενοδοχείο της Αντέλ, δεν προβληματίζεται και πολύ. Γιατί η Αντέλ, όχι τόσο νέα αλλά εμμονικά αισθησιακή, σμίγει με τον Τιμάρ κάθε νύχτα κάτω από το τούλι της κουνουπιέρας. Εκείνη είναι που σκότωσε, ο Τιμάρ είναι βέβαιος. Σε αυτή τη χώρα, όμως, κανείς δεν λέει ποτέ ότι οι Λευκοί σκοτώνουν τους Μαύρους…
Μυθιστόρημα για την κατάπτωση και την τρέλα, πρόκειται για ένα από τα ωραιότερα έργα του Ζωρζ Σιμενόν.
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.