Κάποιο βράδυ, ένας αγρότης, ο κύριος Τζόουνς, γύρισε κουρασμένος στο σπίτι του. Είχε μάτια που έλαμπαν από κακία και δεν το ‘χε σε τίποτα να σηκώσει το ραβδί του και να το σπάσει στη ράχη ενός ζώου.
Τα ζώα δεν υπέφεραν άλλο την τυραννία και την αδικία, επαναστάτησαν και έδιωξαν την οικογένεια του Τζόουνς.
Τότε το αγρόκτημα έγινε δικό τους, όμως ο Ναπολέοντας κι ο Φωνακλάς, δύο μεγάλα γουρούνια, πίστευαν πως ήταν «πιο ίσοι από τους άλλους». Έτσι, τα ζώα έπρεπε να παλέψουν ξανά – αυτή τη φορά όχι ενάντια στους ανθρώπους, αλλά στους πρώην συντρόφους τους.