Ήταν ακριβώς τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, δηλαδή το τέλος της δεκαετίας του ’40 και αρχές της δεκαετίας του ’50, που η μικρή μας πόλη προσπαθούσε να συνέλθει από το σοκ του σεισμού του 1948 και τα μαύρα σύννεφα του Εμφυλίου και της εσωτερικής τοπικής διένεξης. Ο πόλεμος, η πείνα, η τυραννική μεταχείριση από τους κατακτητές είχαν ως αποτέλεσμα εκτός από το ξεκλήρισμα οικογενειών και την εμφάνιση μοναχικών, ιδιόρρυθμων τύπων που έβγαιναν από μια κόλαση του Δάντη.
Εμείς, παιδιά 10 ετών, δεν μπορούσαμε να διακρίνουμε το τραγικό από το κωμικό αυτών των ανθρώπων. Θυμούμαι μερικούς όπως τον Φιλάρετο, που παρίστανε τον Ναπολέοντα, τον Κοροβέση, που περνούσε τον εαυτό του για τον Καποδίστρια, ή τον γερο-Ψάνη (Σκιαδά), που είχε μια στολή από σύρματα στα οποία πρόσδενε άδεια τενεκεδένια βαζόγαλα, ενώ για σπίτι χρησιμοποιούσε μια σπηλιά στη θέση Μεγάλη Βρύση.
Ο γερο-Ψάνης περπατούσε και ανατάραζε τις ρούγες καθώς τα άδεια βαζόγαλα μαζί με τα συρματένια του ρούχα εξέπεμπαν ένα δυνατό διαπεραστικό ήχο. Αντιμετώπιζε στωικά την όλη κατάσταση και έλεγε: “Τότε [εννοούσε το Δεκέμβρη του 1944] είχαμε το χέρι και το μαχαίρι μα δεν κόψαμε το πεπόνι. Τώρα τι έχουμε;”…
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.