Πέρασε από το πατρογονικό της σπίτι, πριν πάει στο δικό της. Είχε καιρό να ανταμώσει τους γονείς της. Ανέβαινε μετρώντας τα σκαλιά, σαν να ζητούσε απ’ τη μνήμη της να ξαναζωντανέψει όλα τα βήματα των προγόνων που ανεβοκατέβηκαν τη σκάλα, απ’ τον προηγούμενο κιόλας αιώνα. Τα βήματά τους είχαν κάνει γούβες στη μέση των σκαλοπατιών. Τα διέσωσε ο χρόνος. Δεν το επιδίωξαν, δεν είχαν καν σκεφτεί πως απ’ το σώμα τους θα έμενε τούτο το αποτύπωμα στην πέτρα, όταν οι ίδιοι θα είχαν γίνει σκόνη. Γιαγιάδες, παππούδες, θείες, θείοι, εξάδελφοι χαμένοι στους πολέμους, εξαδέλφες με τα μακριά φουστάνια τους και τα πλατιά τακούνια. Γαμπροί καινούριοι με πατημασιές συγκρατημένες, που θα ’χαν έρθει οικογενειακώς ένα απόγευμα ή ένα βράδυ να ζητήσουν το ονειρεμένο χέρι, μόλις έσβηναν πάλι τα πένθη από τους χαμούς, στα μεσοδιαστήματα των εξεγέρσεων. Και των γαμπρών λοιπόν τα νέα βήματα προστέθηκαν στην πέτρα και πάλιωσαν, όταν έσπειραν στις παστάδες τα νέα φυντάνια του σογιού. Όλοι αυτοί σώθηκαν απρόσμενα στη φαγωμένη πέτρα. Και ένιωσε ξαφνικά να γεμίζει η ψυχή της από σεβασμό για την εντατική σιωπή των πεθαμένων.
Η γυναίκα αυτή υπήρξε κάποτε. Έζησε τη ζωή της στην άκρη της θάλασσας, μια πλούσια ζωή, χωρίς στερήσεις. Παράξενη γυναίκα, που δεν δόθηκε ούτε στον έρωτα ούτε έδωσε ποτέ το χέρι στην κοινωνική της συναναστροφή. Η σχέση της με το νερό διαμορφώθηκε από τον ακαθόριστο φόβο των μικροβίων. Υπήρχαν όμως άλλες, πιο ανομολόγητες αιτίες, που την τυραννούσαν από την μικρή της ηλικία.
Η γραφή διέσωσε αρκετά στοιχεία της πραγματικής γυναίκας και ο χαρακτήρας της ολοκληρώθηκε με τη δραστική επέμβαση της μυθοπλασίας. Αντισυμβατική αλλά και αντιφατική, τολμηρή αλλά και φοβική, γενναιόδωρη και φειδωλή, ανοιχτή στην πρόοδο του αιώνα της, υπερασπίστρια των δικαιωμάτων της γυναίκας με τον τρόπο της, σε μια εποχή που αυτό δεν ήταν καθόλου αυτονόητο. Η μόρφωσή της την οδήγησε να συνομιλεί με ηρωΪδες της παγκόσμιας λογοτεχνίας, να γειτονεύει με την Βίβλο και με την ελληνική μυθολογία