… Οι πιο παράξενες φήμες κυκλοφορούσανε γι’ αυτόν τον ποιητή, που ζούσε ιδιόρρυθμη ζωή, βγαίνοντας μόνο τις νύχτες και γυρίζοντας στο σπίτι του προτού ξημερώσει. Τον έλεγαν ωραιοπαθή, “Ντόριαν Γκρέι”, “κυνηγό εξωτικών ηδονών”, που πήγαινε ως και στους τεκέδες της Τρούμπας, για να φουμάρει με τους ‘ντερβίσηδες”. Τον περιέβαλλε ένας θρύλος εωσφόρου, που, πράγμα περίεργο, δεν τον λέκιαζε καθόλου – θαρρείς και φορούσε κάποιον αόρατο μαγικό μανδύα, που τον βοηθούσε να
περνάει μέσα απ’ όλες τις φλόγες χωρίς να κάψει τα φτερά του, μέσα απ’ όλες τις λάσπες δίχως να λερωθεί.
Τι ακριβώς αγαπούσε ο Λαπαθιώτης; Η εντύπωσή μου ήταν ότι του άρεσε να τον παρεξηγούν, ότι επιζητούσε τις παρεξηγήσεις, από ένα είδος νοσηρού ναρκισσισμού κι ακόμα και κάποια περιφρόνηση προς την κοινή γνώμη, που θαρρείς και την προκαλούσε.
Όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο μου “Κουρασμένος απ’ τον έρωτα”, όπου οι δύο κύριοι ήρωές του είμαστε εκείνος κι εγώ, έλαβα, ύστερα από λίγες μέρες, ένα γράμμα, που μου το ’στειλε με τον στρατιώτη του πατέρα του του στρατηγού:
‘Χθες τη νύχτα, που του κάκου σ’ αναζήτησα στο Ζάππειο -αλήθεια, πού ήσουν;-, άκουσα δυο
νεαρούς που καθόντουσαν σ’ ένα παγκάκι να συζητούνε για το μυθιστόρημά σου. “Κι όμως’ έλεγε ο
ένας, “ο Λαπαθιώτης είναι τέτοιος”. “Έχεις λάθος. Δεν διάβασες τι γράφει ο Τσουκαλάς στο
μυθιστόρημά του;”.
Αγαπητέ μου φίλε, τι σου έκανα για να μου καταστρέψεις την κακή μου φήμη, που τόσα χρόνια
παιδεύτηκα για να τη δημιουργήσω;”.
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.