Με ψυχογεωγραφικό πλαίσιο κυρίως την παλιά πόλη της Λευκωσίας, ο Κώστας Ρεούσης, μετέρχεται σωματικά τις έννοιες του υπό και του υπέρ ως πρώτα συνθετικά λέξεων που ελαύνουν της πραγματικότητας, εκβιάζοντας μία πρωτόγνωρη αναπνοή γραφής. Ο ποιητής Μιχάλης Παπαδόπουλος έχει αναφέρει σχετικά: “Το βάναυσο ξύσιμο όλων των σοβάδων της γλωσσικής ευπρέπειας -η αγριότητα μιας ευγένειας που δεν έχει όνομα ή τόπο σ’ αυτό τον κόσμο”, ενώ ο φιλόλογος Γιώργος Μύαρης τον προσδιορίζει ως: “Αβόλευτη παρουσία σε πληθυσμούς βολεμένους στη λησμοσύνη”. Στο βιβλίο “Ο κρατήρας του γέλιου μου”, εντρυφώντας ακραιφνώς στο πεζό ποίημα, εμφανίζει έναν αμιγή κυπριακό υπερρεαλισμό ή υπερπραγματικό ρεουσισμό, όπως επανειλημμένα έχει ζωντανά δείξει.
“λευκωσία αμετάφραστη δίοδος”
η αιώρηση μιας αργοπορημένης γυναίκας φιλοξενεί το όνειρο του Κλαρκ Κεντ κεντώντας
σπειροειδώς το βιασμένο φουστάνι η ταραντούλα της ατελεύτητης ανοχής ζέβρες
κυκλοφορούν τον ύπνο τ’ αγοριού πασχίζει να κοιμηθεί προσδοκώντας ρινόκερους η
Αφρική μίας στιγματισμένης κορυφογραμμής ένα δολοφονημένο γαλάζιο επιτρέπει το όραμα βυθίζοντας τις μηχανές του Ιουλίου Βερν το χέρι του νότου
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.