Τον Οκτώβριο του 1899 ο Ιούλιος Βερν ολοκληρώνει ένα μυθιστόρημα που του ενέπνευσε αυτή η «καταραμένη δίψα του χρυσού» -η «auri sacra fames», όπως τη λέει- που την εποχή εκείνη προκαλεί αναρίθμητα θύματα. Κι αυτό γιατί, όταν το 1896 γίνεται γνωστό πως ανακαλύφθηκαν χρυσοφόρα κοιτάσματα, και μάλιστα «αστείρευτα», χιλιάδες τυχοδιώκτες φτάνουν στα σύνορα της Αλάσκας και του Γιούκον αναζητώντας μες στη λάσπη ψήγματα πλούτου. Παρά τις περιπέτειες και τις προσπάθειες του, ο συγγραφέας δε θα δει Το χρυσό ηφαίστειο να εκδίδεται.
Μετά το θάνατο του Βερν, στις 24 Μαρτίου 1905, ο γιος του Μισέλ αναλαμβάνει να ξαναγράψει το βιβλίο. Εισάγει νέους χαρακτήρες, προσθέτει κεφάλαια καταπώς νομίζει, φαντάζεται άλλη κατάληξη. Μέχρι σήμερα δε γνωρίζαμε Το χρυσό ηφαίστειο παρά μόνο σ’ αυτή την αυθαίρετα αλλαγμένη του μορφή.
Και να που ο Πιέρο Γκοντόλο ντε λα Ρίβα, αντιπρόεδρος του Ιδρύματος «Ιούλιος Βερν», ανακάλυψε τα χειρόγραφα του Βερν. Χάρη σ’ αυτόν παρουσιάζεται σήμερα, σχεδόν έναν αιώνα μετά τη συγγραφή του, Το χρυσό ηφαίστειο στην αυθεντική του μορφή.
Μία και μόνη φράση συνοψίζει Το χρυσό ηφαίστειο: «Θάνατος και αθλιότητα στο Μεγάλο Βορρά». Πράγματι, δύο θέματα αναπτύσσονται μέσα στο μυθιστόρημα: ο πυρετός του χρυσού και η περιπλάνηση σε μια χώρα άγρια και αφιλόξενη. Ο Βερν υμνεί την ομορφιά του καναδικού Μεγάλου Βορρά και χρησιμοποιεί τη φαντασία του για ν’ ανακαλύψει τον αέρα, τη γη, το νερό και τη φωτιά. Τα ηφαίστεια, σύμβολα δύναμης, πάθους και ζωτικότητας, απελευθερώνουν ορμές και εκφράζουν την άρνηση των καταναγκασμών. Το ηφαίστειο κάποτε κοιμάται· προσοχή όταν θα ξυπνήσει.
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.