«Μετά, έζησε το μαρτύριό του όπως ο Ιησούς με το ακάνθινο στεφάνι, χωρίς να υπάρχει Σίμων Κυρηναίος να τον βοηθήσει να σηκώσει το σταυρό, υπό τις λοιδορίες ενός πλήθους που δεν ήταν ποτέ τόσο πολυάριθμο, ενός έξαλλου πλήθους που έβλεπε τα κάρα να τραντάζονται, άκουγε το τρίξιμο των τροχών στο πλακόστρωτο, χειροκροτούσε ζωηρά. Μπροστά στον οίκο των Ντυπλέ, όπου ο Ροβεσπιέρος είχε περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του, η πομπή σταμάτησε. Ένα παιδί δέκα χρονών, ίσως δώδεκα, βούτηξε μια σκούπα σ’ έναν κουβά γεμάτο με αίμα βοδιού και ράντισε την πόρτα του σπιτιού. Και ο Ροβεσπιέρος, ήδη χλομός, άσπρισε στην κυριολεξία, έκλεισε τα μάτια κι έσκυψε το κεφάλι, για να μη δει κανείς τα δάκρυα που πάσχιζε να συγκρατήσει. Ούτε στο ικρίωμα νοιάστηκε να πει έναν καλό λόγο. Δεν είναι όλοι Δαντόν. Η λεπίδα έπεσε, και, μαζί της, η αυλαία αυτής της μεγάλης παράστασης που ήταν η Επανάσταση.»
«Εδώ και πολύ καιρό, η φράση την οποία ο Δαντόν απηύθυνε στον δήμιό του, πάνω στο ικρίωμα, με σαγήνευσε: ‘‘Το κεφάλι μου να δείξεις στο λαό. Αξίζει τον κόπο’’. Σιγά σιγά, αυτή η σαγήνη μ’ έκανε ν’ αναζητήσω τις τελευταίες φράσεις που ξεστόμισαν οι καταδικασμένοι στη γκιλοτίνα. Και, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, το περιβόλι ήταν περίπου ανεξάντλητο.»
O Φ.-Α. Ντεζεράμπλ στον Σεμπαστιάν Ρεϊνό,
Zone Critique