Στη νεότερη Ελλάδα, το Σύνταγμα είχε, συγκριτικά με άλλες χώρες, λίγους διακηρυγμένους εχθρούς. Αυτό, εν τούτοις, δεν σημαίνει ότι είχε μόνο φίλους. Από τους προεστούς των πρώτων μετεπαναστατικών δεκαετιών, που το χρησιμοποίησαν για να επανέλθουν στην εξουσία μέσω εκλογών, ώς τη μεγάλη εκείνη “Σχολή” των πολιτικών μας, που δεν διστάζουν να το παραβιάσουν για στενό προσωπικό ή κομματικό όφελος, η ιστορία μας είναι γεμάτη από πρωταγωνιστές και κομπάρσους, που βλέπουν το Σύνταγμα περισσότερο ως αναγκαίο κακό, παρά ως σύνολο δεσμευτικών κανόνων. Ο κατάλογος μάλιστα γίνεται ακόμη μακρύτερος, αν στους ανωτέρω προσθέσει κανείς και όσους βλέπουν το Σύνταγμα ως άλλοθι, “φορτώνοντάς” το με διατάξεις “λαμπερές” μεν, που όμως ξέρουν πολύ καλά ότι δεν μπορούν να εφαρμοσθούν στην πράξη.
Το αξιοπρόσεκτο είναι ότι συνήθως το Σύνταγμα όλους αυτούς, αργά ή γρήγορα, τους “εκδικείται”. Διότι, όπως γνωρίζει κάθε ενεργός πολίτης, ένα κείμενο, από τη στιγμή που ψηφισθεί και ισχύσει ως νόμος, είναι σαν το παιδί που το διώχνουν από το σπίτι του όταν μεγαλώσει: παίρνει τον δικό του δρόμο.
Το παρόν βιβλίο είναι αφιερωμένο στην αμφίσημη αυτή λειτουργία του Συντάγματος στη νεότερη Ελλάδα.
Πρόκειται για μια συναρπαστική πτυχή της νεότερης ιστορίας μας, την οποία ο συγγραφέας εξετάζει υπό το φως της συνταγματικής εξέλιξης των κυριότερων ευρωπαϊκών χωρών και των ΗΠΑ, στους δύο τελευταίους αιώνες. Ειδικά για την περίοδο της Μεταπολίτευσης, ο συγγραφέας προσπαθεί να εξηγήσει πώς φθάσαμε στο χείλος του γκρεμού το 2010, αν και, όπως τουλάχιστον πανθομολογείται, οι κοινοβουλευτικοί θεσμοί λειτούργησαν όλο αυτό το διάστημα στη χώρα μας τόσο “άψογα”.
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.