“…Θυμάμαι την πρώτη βραδιά που πήγαμε στη φυλακή. Νυχτερινά φώτα, δηλαδή ούτε ημίφως, ακριβώς όπως είναι στο μούχρωμα πριν ξημερώσει. Γυναίκες-κρατούμενες στα παράθυρα, κρεμασμένες στις σιδεριές και με τα δυο τους χέρια, να φωνάζουν όλες μαζί: “Λαέ της Αθήνας, αυτήν τη στιγμή παίρνουν για εκτέλεση δυο γυναίκες, τη Βαΐτσα και την Αννούλα”.
Συγκλονισμένες, μαρμαρωμένες, δε γινότανε να κάνουμε την παραμικρή κίνηση. Μόλις είχαμε φτάσει απ’ το Τμήμα Μεταγωγών της Πλάκας, στην οδό Υπερείδου θαρρώ, όπου μας είχανε μεταφέρει μετά τη θητεία μας στην Ασφάλεια. Είναι πέρα από κάθε περιγραφή αυτό το αίσθημα της τέλειας ανημπόριας να βοηθήσεις σε κάτι, έστω και ν’ αρπαχτείς κι εσύ απ’ τα κάγκελα, να φωνάξεις μαζί με τις άλλες.
Δεν υπάρχουν λέξεις, σου κόβεται η μιλιά και τα πόδια. Ήταν νομίζω η ώρα του συσσιτίου του βραδινού. Τα τσίγκινα πιάτα αφημένα, ανέγγιχτα. Κανείς δε σκεφτότανε το φαγητό. Κι αυτό επαναλήφθηκε, Θε μου, πολλές φορές. Μετά απ’ αυτή την πρώτη μέρα, 17 γυναίκες φύγανε για πάντα, άλλες πρόλαβαν να μας χαιρετήσουν, άλλες φύγανε μες στη νύχτα μ’ ένα “γεια σας, γυναίκες”.
Ακόμα συνοδεύουν τις νύχτες μου αυτές οι φωνές, μπερδεύονται με τους εφιάλτες μου, μ’ όλο που είχα την τύχη να επιζήσω και μάλιστα να ζήσω ευτυχισμένα…”
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.