Στο πρώτο της μυθιστόρημα, το daphne nobilis, η συγγραφέας χαρτογραφεί χαρακτήρες –ενοίκους μιας πολυκατοικίας– των οποίων οι ζωές διασταυρώνονταικαι ελέγχονται απ’ τον κανονισμό της πολυκατοικίας. Ένα παλιό καταστατικό δίνει πνοή στους χώρους της, όπου οριακά αποτυπώνονται οι όψεις της πραγματικότητας. Πρόκειται για μία πολυφωνική αφήγηση, για ένα νήμα που αφήνεται στα χέρια του αναγνώστη, η άκρη του οποίου φτάνει στο τέλος με την αταξία της τεθλασμένης γραμμής, καλύπτοντας ανατρεπτικά την απόσταση που διανύθηκε από το πρώτο κεφάλαιο.
Δάφνη τη βάπτισαν οι γονείς της. Μαζί μ’ εκείνη μεγάλωναν και μια άλλη Δάφνη στο μπαλκόνι τους, λιγότερο εσωστρεφή και περισσότερο όμορφη. Θυμάται τη μητέρα της να τσακίζει,μες στα δάχτυλά της, τα πιο τρυφερά φύλλα της. Τα βύθιζε πολλές φορές στο σπιτικό λικέρ που έφτιαχνε κάθε χρόνο. Λίγο λίγο γινόταν σκουροπράσινο και έντονα ευωδιαστό. Την ίδια ώρα μάθαινε στην κόρη της τις ξενικές λέξεις. «Daphne nobilis» πρόφερε κάθε που βάπτιζε τα φυλλαράκια στο ποτό. Κι όταν τα σήκωνε πάλι στον αέρα, φώναζε τη μετάφραση. Όπως φωνάζει ο παπάς το όνομα του νεοφώτιστου. «Δάφνη η Ευγενής» επαναλάμβανε επίσημα στην κόρη της που στεκόταν στο πλάι. Η μικρή νόμιζε πως η μάνα της τη μάλωνε. Πως την ήθελε καλότροπη και συνετή. Όμορφη και λυγερή σαν το φυτό. Προσπάθησε πολύ να την καλοκαρδίσει.
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.