“Η Καλαμάτα αλλά και η μεσσηνιακή ύπαιθρος, κατά την περίοδο της Κατοχής, είχαν βαφτεί στο αίμα, γεγονός που οφειλόταν αφενός στη συμπεριφορά των στρατευμάτων Κατοχής και των Ταγμάτων Ασφαλείας και αφετέρου στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν μετά την επικράτηση του ΕΛΑΣ στην πόλη αλλά και σε όλη τη Μεσσηνία. Τα πνεύματα δεν ηρέμησαν ούτε μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, καθώς τότε συγγενείς θυμάτων αλλά και πρώην ταγματασφαλίτες βρήκαν την ευκαιρία που ζητούσαν για αντεκδίκηση, συνεχίζοντας το φαύλο κύκλο του αίματος. (…)
Είχαν κάνει σχέδιο. Το καράβι έφευγε το απόγευμα κατά τις έξι. Θα έφτανε στον Πειραιά την άλλη μέρα το μεσημέρι. Ο Γιωργάκος πήγε λίγα λεπτά πριν την αναχώρηση. Τον συνόδευε ο Δημοσθένης. Διακόσια μέτρα παραπέρα σε ένα καφενείο είχαν μείνει ο πατέρας του, ο Κώτσος Βάλας και ο Βαγγέλης. Αν συνέβαινε κάτι απρόοπτο θα τον περίμεναν εκεί να τον βοηθήσουν. Στα πενήντα μέτρα από την καγκελόφραχτη είσοδο, πλάι στο φυλάκιο του λιμεναρχείου, σταμάτησαν. «Καλό ταξίδι», είπε ο Δημοσθένης αγκαλιάζοντας τον αδελφό του. “Όπως είπαμε. Με το παραμικρό, γυρίζεις πίσω. Θα τρέξεις προς τα αριστερά. Εκεί δεν έχει σκοπό. Θα καβαλήσεις το κάγκελο. Συνάντηση στου Ρούφου”. “Καλά. Γεια σου, καλή αντάμωση», είπε ο Γιωργάκος, χαϊδεύοντας το ξανθό κεφάλι του Δημοσθένη”.
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.