Σε μια εποχή που μερίδα των προοδευτικών κριτικών θεωρούσε τον Τσέχωφ παρακμιακό και τον κατηγορούσε για κοινωνική αδιαφορία, ο Γκόρκι αναγνώρισε σε αυτόν μια αδελφή ψυχή, διαποτισμένη από την ίδια αποστροφή για την ευτέλεια και τη χαμέρπεια που κυριαρχούσαν στη ρωσική ζωή. Κάτω από τη φαινομενική απαισιοδοξία του Τσέχωφ, ο Γκόρκι διέκρινε την ίδια αγάπη για τους ανθρώπους και την ίδια νοσταλγία για μια ζωή διαυγή, γεμάτη φως. Αυτό το αίσθημα δίνει στον Γκόρκι τη δύναμη να απευθύνει στον μεγάλο συγγραφέα τούτες τις δειλές, αλλά και γεμάτες πάθος, ευφυΐα και παραδοξολογία, επιστολές, στις οποίες ο Τσέχωφ απαντά με τη λεπτή διεισδυτικότητα, το τακτ και την ευγένεια που είχε ανάγκη ο τραχύς και αυτοδίδακτος Γκόρκι για να νιώσει ότι ανήκει κι αυτός στον ιερό κόσμο της λογοτεχνίας. Ο Τσέχωφ τον ωθεί να διαβεί το κατώφλι αυτό.
Έτσι βλέπουμε, στις αρχές του 20ού αιώνα, την παραμονή των μεγάλων επαναστατικών αναταραχών, τον πιο διακριτικό, τον πιο λεπταίσθητο, αλλά και τον πιο πιστό εκπρόσωπο της μεγάλης ρωσικής ουμανιστικής παράδοσης, να μεταλαμπαδεύει λίγο πριν πεθάνει τις ιδέες αυτές στον ενθουσιώδη νεαρό συγγραφέα του προλεταριάτου, ο οποίος έμελλε να γίνει ιδρυτής της σοβιετικής λογοτεχνίας.
Η μετάφραση ανήκει στην Μαρία Α. Τσάτσου.
Αξιολογήσεις
Δεν υπάρχει καμία αξιολόγηση ακόμη.